ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκάψιμα (ουσ. ουδ.) σκάψ̑ιμα [ˈskapʃima] Φλογ. Από το μεσν. ουσ. σκάψιμον με -σιμα λόγω της επέκτ. του [a] άλλων πτώσεων στην ονομαστική (βλ. λ. -σιμο).
Σκάψιμο : Πασ̑λάτ’σαν αμπελιού το σκάψ̑ημα, κούλτωσαν και το αμbέλ’ κι ήρταν (Άρχισαν το σκάψιμο του αμπελιού, τελείωσαν και το αμπέλι και ήρθαν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811