σκάψιμα
(ουσ. ουδ.)
σκάψ̑ιμα
[ˈskapʃima]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. σκάψιμον με -σιμα λόγω της επέκτ. του [a] άλλων πτώσεων στην ονομαστική (βλ. λ. -σιμο).
Σκάψιμο
:
Πασ̑λάτ’σαν αμπελιού το σκάψ̑ημα, κούλτωσαν και το αμbέλ’ κι ήρταν
(Άρχισαν το σκάψιμο του αμπελιού, τελείωσαν και το αμπέλι και ήρθαν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811