ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκαλιστικός (επίθ.) σκαλιστικός [skalistiˈkos] Τελμ. Από το αρχ. επίθ. σκαλιστός και το παραγωγ. επίθμ. -ικός.
Σκαλισμένος : Το άγιο-μνήμα τρύπα ήταν σκαλιστική σο βράχο 'νεμέσα (Το άγιο βήμα ήταν μιά κόγχη σκαλισμένη μέσα στον βράχο) Τελμ.