σκαλιστικός
(επίθ.)
σκαλιστικός
[skalistiˈkos]
Τελμ.
Από το αρχ. επίθ. σκαλιστός και το παραγωγ. επίθμ. -ικός.
Σκαλισμένος
:
Το άγιο-μνήμα τρύπα ήταν σκαλιστική σο βράχο 'νεμέσα
(Το άγιο βήμα ήταν μιά κόγχη σκαλισμένη μέσα στον βράχο)
Τελμ.