σιχτιρντίζω
(ρ.)
σικτουρντίζω
[sikturˈdizo]
Φάρασ.
σικτουρντάω
[sikturˈdao]
Φάρασ.
σικτιρίζου
[siktiˈrizu]
σ̑ιχιρτίζου
[ʃiçirˈtizu]
Φάρασ.
Από τον τύπ. προστ. siktir = α) φύγε μακριά β) άντε στο διάολο, του τουρκ. ρ. siktirmek = βάζω κάποιον να με γαμήσει (Redhouse). Πβ. τουρκ. φρ. siktir et = διώξε και το κοινό ν.ε. σιχτιρίζω.
1. Ξαποστέλνω, διώχνω
ό.π.τ.
2. Στριμώχνω
Φάρασ.