ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιχτιρντίζω (ρ.) σικτουρντίζω [sikturˈdizo] Φάρασ. σικτουρντάω [sikturˈdao] Φάρασ. σικτιρίζου [siktiˈrizu] σ̑ιχιρτίζου [ʃiçirˈtizu] Φάρασ. Από τον τύπ. προστ. siktir = α) φύγε μακριά β) άντε στο διάολο, του τουρκ. ρ. siktirmek = βάζω κάποιον να με γαμήσει (Redhouse). Πβ. τουρκ. φρ. siktir et = διώξε και το κοινό ν.ε. σιχτιρίζω.
1. Ξαποστέλνω, διώχνω ό.π.τ.
2. Στριμώχνω Φάρασ.