ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιχτώ (ρ.) σι̂́κτώ [sɯˈkto] Σίλ. σι̂χτώ [sɯˈxto] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ. σϋχτώ [syˈxto] Μισθ. σιχτού [sɯˈxtu] Ουλαγ. σι̂́χτσ̑άω [sɯxˈtʃao] Αραβαν. σουχτώ [suˈxto] Μισθ. σι̂́χτίζω [sɯˈxtɯzo] Αξ. Αόρ. σΰχσα [ˈsyxsa] Αξ. σούχσα [ˈsuxsa] Μισθ. Υποτ. σικτίσου [siˈktisu] Σίλ. σεχτίσω [seʹxtiso] Φλογ. Προστ. σούχτα [ˈsuxta] Μισθ. σίχτ’σε [sɯxtse] Αραβαν. σιχταάτ' [sixtaˈat] Μισθ. Παθ. σιχτιέζομαι [siˈxtçezome] Φάρασ. Αόρ. Παθ. σιχτι-έστα [sɯxtiˈesta] Φάρασ. Μτχ. σουχτημένου [suxtiˈmenu] Μισθ., Φάρασ. Από το αόρ. sıktı του τουρκ. ρ. sıkmak = σφίγγω, όπου και διαλεκτ. τύπ. sıhmak, με παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Οι τύπ. σε με μεταπλ.
1. Σφίγγω ό.π.τ. : Μπού σεφέρ, πσ̑άν' σιχτά το (αυτή τη φορά την πιάνει, τη σφίγγει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σούχτα ντου ράμμα καλά μη λυχεί τσι πέσ’νι ντά ντεμάτια (σφίξε το σχοινί καλά να μη λυθεί και πέσουν τα δεμάτια) Μισθ. -Κοτσαν. Ντου φσ̑άχ' 'τουν μπουίdιζι, μάνα τ' σίχτανι ντου (Το παιδί όταν κρύωνε, η μάνα του το κρατούσε σφιχτά) Μισθ. -Φατ. Σϋχτώ ντου ζουνάρ’ (σφίγγω το ζωνάρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σουχτώ ντου γρόγχου μ’ (σφίγγω τη γροθιά μου) Μισθ. -Κοτσαν. Μόνο να 'ου σιχτίεις λίγου, σταμάτ'σι πόνος (Μόνο να το σφίξεις λίγο, σταμάτησε ο πόνος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Nα σεχτίεις το κουρκούρι τ' (Να της σφίξεις το λαιμό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Σίχτ’σε τα ζόντζ̑α σ’ και μη λαλείς (σφίξε τα δόντια σου και μη μιλάς˙ προτροπή για εγκαρτέρηση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ιτά τα παράια σϋχτά τα (Αυτός τα λεφτά τα σφίγγει˙ Είναι σφιχτοχέρης, τσιγγούνης) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
2. Συμπιέζω, συνθλίβω κάτι για να το στραγγίσω, στύβω Αραβαν., Μισθ., Φλογ. : Σούχτα ’να λιμόν’ (στύψε ένα λεμόνι) Μισθ. -Κοτσαν. Φέριξαμ’ ντα σταφύλια, σούχταμ’ ντα βγάλιξαμ’ γιρακού (φέρναμε τα σταφύλια, τα στύβαμε, βγάζαμε τσίπουρο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Το νιχέρ’ αν το σιχτσ̑ίεις βγαίν’ λερό (την πέτρα αν τη σφίξεις βγαίνει νερό˙ για τους χεροδύναμους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Aν σε σι̂χτίσ' βγαλλ' το νερό σ' (Αν σε σφίξει βγάζει το νερό σου˙ το ίδιο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
3. Στριμώχνω κάποιον Μισθ. : Σούχτα ντου σου κιοσιά (στρίμωξέ τον στη γωνία) Μισθ. -Κοτσαν.
4. Καταπιέζω κάποιον Μισθ. : Δου φανdάρο μη ου σιχτάατ' πολύ, να πάθ' τίποτα (τον φαντάρο μην το καταπιέζετε πολύ και πάθει τίποτα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
β. Ειδικότ., πιέζω κάποιον οικονομικά Μισθ. : Νταρά δα μικρά δα κ’λάτσα βγαίνει σα καφετέριις, σουχτούν ντα βαβάϊ τ’νι (τώρα τα μικρά τα παιδιά βγαίνουν στις καφετέριες, πιέζουν οικονομικά του πατεράδες τους ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.