σιχτώ
(ρ.)
σι̂́κτώ
[sɯˈkto]
Σίλ.
σι̂χτώ
[sɯˈxto]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ.
σϋχτώ
[syˈxto]
Μισθ.
σιχτού
[sɯˈxtu]
Ουλαγ.
σι̂́χτσ̑άω
[sɯxˈtʃao]
Αραβαν.
σουχτώ
[suˈxto]
Μισθ.
σι̂́χτίζω
[sɯˈxtɯzo]
Αξ.
Αόρ.
σΰχσα
[ˈsyxsa]
Αξ.
σούχσα
[ˈsuxsa]
Μισθ.
Υποτ.
σικτίσου
[siˈktisu]
Σίλ.
σεχτίσω
[seʹxtiso]
Φλογ.
Προστ.
σούχτα
[ˈsuxta]
Μισθ.
σίχτ’σε
[sɯxtse]
Αραβαν.
σιχταάτ'
[sixtaˈat]
Μισθ.
Παθ.
σιχτιέζομαι
[siˈxtçezome]
Φάρασ.
Αόρ. Παθ.
σιχτι-έστα
[sɯxtiˈesta]
Φάρασ.
Μτχ.
σουχτημένου
[suxtiˈmenu]
Μισθ., Φάρασ.
Από το αόρ. sıktı του τουρκ. ρ. sıkmak = σφίγγω, όπου και διαλεκτ. τύπ. sıhmak, με παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Οι τύπ. σε -ώ με μεταπλ.
1. Σφίγγω
ό.π.τ.
:
Μπού σεφέρ, πσ̑άν' σιχτά το
(αυτή τη φορά την πιάνει, τη σφίγγει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σούχτα ντου ράμμα καλά μη λυχεί τσι πέσ’νι ντά ντεμάτια
(σφίξε το σχοινί καλά να μη λυθεί και πέσουν τα δεμάτια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντου φσ̑άχ' 'τουν μπουίdιζι, μάνα τ' σίχτανι ντου
(Το παιδί όταν κρύωνε, η μάνα του το κρατούσε σφιχτά)
Μισθ.
-Φατ.
Σϋχτώ ντου ζουνάρ’
(σφίγγω το ζωνάρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σουχτώ ντου γρόγχου μ’
(σφίγγω τη γροθιά μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μόνο να 'ου σιχτίεις λίγου, σταμάτ'σι πόνος
(Μόνο να το σφίξεις λίγο, σταμάτησε ο πόνος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Nα σεχτίεις το κουρκούρι τ'
(Να της σφίξεις το λαιμό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Σίχτ’σε τα ζόντζ̑α σ’ και μη λαλείς
(σφίξε τα δόντια σου και μη μιλάς˙ προτροπή για εγκαρτέρηση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ιτά τα παράια σϋχτά τα
(Αυτός τα λεφτά τα σφίγγει˙ Είναι σφιχτοχέρης, τσιγγούνης)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
2. Συμπιέζω, συνθλίβω κάτι για να το στραγγίσω, στύβω
Αραβαν., Μισθ., Φλογ.
:
Σούχτα ’να λιμόν’
(στύψε ένα λεμόνι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φέριξαμ’ ντα σταφύλια, σούχταμ’ ντα βγάλιξαμ’ γιρακού
(φέρναμε τα σταφύλια, τα στύβαμε, βγάζαμε τσίπουρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Το νιχέρ’ αν το σιχτσ̑ίεις βγαίν’ λερό
(την πέτρα αν τη σφίξεις βγαίνει νερό˙ για τους χεροδύναμους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Aν σε σι̂χτίσ' βγαλλ' το νερό σ'
(Αν σε σφίξει βγάζει το νερό σου˙ το ίδιο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
3. Στριμώχνω κάποιον
Μισθ.
:
Σούχτα ντου σου κιοσιά
(στρίμωξέ τον στη γωνία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
4. Καταπιέζω κάποιον
Μισθ.
:
Δου φανdάρο μη ου σιχτάατ' πολύ, να πάθ' τίποτα
(τον φαντάρο μην το καταπιέζετε πολύ και πάθει τίποτα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
β.
Ειδικότ., πιέζω κάποιον οικονομικά
Μισθ.
:
Νταρά δα μικρά δα κ’λάτσα βγαίνει σα καφετέριις, σουχτούν ντα βαβάϊ τ’νι
(τώρα τα μικρά τα παιδιά βγαίνουν στις καφετέριες, πιέζουν οικονομικά του πατεράδες τους
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.