ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιχίνης (επίθ.) σ̑ιχ̇ίν [ʃiˈxin] Φάρασ. Aπό το τουρκ. επίθ. sıkı = α) στενός β) σφικτός γ) δυνατός, αποτελεσματικός δ) αυστηρός, σχολαστικός, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. sıhı (Ανδριώτη 1948: 178). Πβ. και τουρκ. επίθ. safaayin = ειλικρινής (Redhouse).
Ειλικρινής