σιτσιράτημα
(ουσ. ουδ.)
σιτσιράτημα
[sitsiˈratima]
Μαλακ.
σιτ͑σ̑ιράτημα
[sitʰʃiˈratima]
Φάρασ.
σιτ͑σ̑ιράτ’μα
[sitʰʃiˈratma]
Φάρασ.
τσιράημα
[tsiˈraima]
Μισθ.
Από το ρ. σιτσιρατίζω, όπου και τύπ. σιτσιρατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα. Πβ. τουρκ. sıçratma = πιτσίλισμα.
1. Αναπήδηση
ό.π.τ.
2. Πιτσίλισμα
Φάρασ.