ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιτσιράτημα (ουσ. ουδ.) σιτσιράτημα [sitsiˈratima] Μαλακ. σιτ͑σ̑ιράτημα [sitʰʃiˈratima] Φάρασ. σιτ͑σ̑ιράτ’μα [sitʰʃiˈratma] Φάρασ. τσιράημα [tsiˈraima] Μισθ. Από το ρ. σιτσιρατίζω, όπου και τύπ. σιτσιρατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα. Πβ. τουρκ. sıçratma = πιτσίλισμα.
1. Αναπήδηση ό.π.τ.
2. Πιτσίλισμα Φάρασ.
3. Άλμα Μισθ. Συνών. ατλαμά, χοπλάτημα