ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σισιρός (ουσ. αρσ.) σ̑ισ̑ιρός [ʃiʃiˈros] Φάρασ. Αγν. ετύμ. Κατά τους Λουκόπουλο & Λουκόπουλο (1951 : 17) από το αρχ. επίθ. ἰσχυρός, γιατί ο ιερέας θυμιατίζει όταν ακούγεται το «Άγιος ισχυρός». Πιθ. σχετίζεται με το ρ. τσιτσιρίζω.
Θυμιατό : || Φρ. Είσ' αvτί σισυρός· χα̈ρ σο νομάτην 'μπρό βγκαίvεις (Είσαι σαν το θυμιατό, βγαίνεις μπροστά από κάθε άνθρωπο˙ για τους προπετείς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.