σις
(ουσ.)
σ̑ις̑
[ʃiʃ]
Μαλακ.
σ̑ίσ̑ι
['ʃiʃi]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. σίσι = σουβλί (Mackridge 2021: 91), το οπ. από το τουρκ. ουσ. şiş = σούβλα. Πβ. το κοινό σις κεμπάπ.
Σούβλα
Φάρασ.