σιρνέτημα
(ουσ. ουδ.)
σ̑ιρνέτημα
[ʃirˈnetima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. σιρνετίζω, όπου και τύπ. σιρνετώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αποθράσυνση