σιρίμι
(ουσ. ουδ.)
σιρίμι
[siˈrimi]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sırım = λουρί.
1. Κορδόνι
ό.π.τ.
2. Στενό δερμάτινο λουρί για το ράψιμο τσαρουχιών
ό.π.τ.