σιρατζαλού
(επίθ.)
σιρατζαλού
[siradzaˈlu]
Μαλακ.
σιρατζαλούδια
[siradzaˈluðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. sıracalı = αυτός που πάσχει από χοιράδωση.
Σχετικός με τον σιρατζά
ό.π.τ.