ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιραλάγι (ουσ. ουδ.) σιραλάγι [siraˈlaʝi] Αξ. σιρά ‘λαΐ [siˈraˈlai] Ανακ. Από το τουρκ. sıra alay (Κωστάκης 1963: 6), όπου Alay είναι όνομα τουρκ. χωριού. Πβ. και τουρκ. sıralayış = τοποθέτηση σε σειρά.
Στην σειρά ό.π.τ. : || Φρ. Τ’ Αξό, τ’ Τρεχό, τ΄ Αλαγή, τα τρία σιραλάγ (τα ελληνόφωνα χωριά Αξός, Τροχός και το τουρκόφωνο Αλάι που βρίσκονται σε ευθεία σειρά˙ ως λογοπαίγνιο για τα τρία χωριά) Αξ. -Μαυροχ.