σιντικλής
(επίθ.)
Θηλ.
σιντικλού
[sidiˈklu]
Σινασσ.
σιτικλού
[siˈtiklu]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. sidikli = κατρουλής.
Κατρουλής
Συνών.
κατουρήστης, κατουριέρης, τσακοντιάρης, τσακοντουριάρης, χωριδιάρης
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025