κατουριέρης
(ουσ. αρσ.)
κατουρι-έρ
[katuriˈer]
Φάρασ.
Από το ρ. κατουρώ και το παραγωγ. επίθμ. -ιέρης < -ιάρης.
Κατρουλής
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Ο κακέρ’ ζαναζεύει τον γκατουρι-έρ’
(Ο χέστης κοροϊδεύει τον κατρουλή˙ όταν κάποιος κοροϊδεύει άλλον που έχει ίδια ελαττώματα με αυτόν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κατουρήστης, τσακοντιάρης, τσακοντουριάρης, χωριδιάρης