ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατουριέρης (ουσ. αρσ.) κατουρι-έρ [katuriˈer] Φάρασ. Από το ρ. κατουρώ και το παραγωγ. επίθμ. -ιέρης < -ιάρης.
Κατρουλής Φάρασ. : || Παροιμ. Ο κακέρ’ ζαναζεύει τον γκατουρι-έρ’ (Ο χέστης κοροϊδεύει τον κατρουλή˙ όταν κάποιος κοροϊδεύει άλλον που έχει ίδια ελαττώματα με αυτόν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κατουρήστης, τσακοντιάρης, τσακοντουριάρης, χωριδιάρης