κατμέρι
(ουσ. ουδ.)
qατμέρ'
[qatˈmer]
Φλογ.
Πληθ.
γατμέρια
[ɣatˈmerʝa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. katmer = α) σφολιάτα β) πολυπέταλο λουλούδι γ) με επανάλ., σε στρώσεις.
1. Είδος γλυκού σαν σφολιάτα, κατιμέρι
Σίλ.
2. Στρώση, λουρίδα, κορδέλα
Φλογ.