κατινός
(επίθ.)
κατινός
[katiˈnos]
Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
κατινό
[katiˈno]
Ανακ.
κατ'νό
[katˈno]
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
κατ'νιό
[kaˈtɲo]
Μαλακ., Φλογ.
κατσ̑ινό
[katʃiˈno]
Τελμ.
κατουνού
[katuˈnu]
Φλογ.
Από το επίρρ. κάτω και το παραγωγ. επίθμ. -ινός, πβ. ν.ε. πισινός.
Πβ.
απανινού,
εμπρινός
1. Αυτός που βρίσκεται στο κάτω μέρος
ό.π.τ.
:
Κατ’νού ντου πρόσ’που
(Η κάτω όψη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κατ’νού μ’ ναχ̇είλα μ’
(Το κάτω χείλος μου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κατ'νού δου γιάν'
(Η κάτω πλευρά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έκουψαν κατ’νά τ’ ντα πτάρια
(Του έκοψαν τα κάτω άκρα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γι' ένα σκεφί, λέ', απ' κατ’νού χωριού σαλντούν ντου
(Για ένα καρφί, λέει, τον στέλνουν από το κάτω χωριό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κατουνού μ' τα σ̑είλα
(Το κάτω μου χείλος)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Για νερό, βούτυρο κτλ., καθαρός, αυτός που δεν έχει προσμείξεις
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τζαλ.
:
Κατ'νιό βούτ'ρο
(Αγνό βούτυρο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
β.
Ειδικότ., το λευκό ψωμί
Τελμ.
3. Για καιρό, αίθριος, χωρίς σύννεφα
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Το κατινό ουρανός ’σ’ την αστραπή τζ̑ο φοβείται
(Καθαρός ουρανός αστραπή δεν φοβάται˙ όποιος έχει τη συνείδησή του ήσυχη δεν φοβάται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
4. Αγνός, άδολος, αληθινός
Μαλακ., Φάρασ.
:
Ένι κατινό του Χριστού η πίστη
(Είναι αγνή η πίστη στον Χριστό)
Φάρασ.
-Αρχέλ.
Ρωμοί Χριστενοι κατινοί
(Ρωμιοί Χριστιανοί αγνοί)
Φάρασ.
-Θεοδ.Τραγ.
Μα κατζ̑εύετε μο το κατινόν την καρντία
(Δε μιλάτε με καθαρή καρδιά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
'α σες τα ειπώ κοφτά τζ̑αι κατινά!
(Θα σας τα πώ κοφτά και αληθινά, καθαρά και ξάστερα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
αληθιώνας, αληθιώτικος :1
5. Σαφής, ξεκάθαρος
Φάρασ.
:
'γώ 'το σες τα είπα για, 'νεκρωστείτε να σες τα ειπώ τζ̑ι άφ' κατινά
(Εγώ αυτά σας τα είπα αλλά ακούστε προσεκτικά για να σς τα πω πιο ξεκάθαρα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.