ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατινός (επίθ.) κατινός [katiˈnos] Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. κατινό [katiˈno] Ανακ. κατ'νό [katˈno] Αξ., Μαλακ., Μισθ. κατ'νιό [kaˈtɲo] Μαλακ., Φλογ. κατσ̑ινό [katʃiˈno] Τελμ. κατουνού [katuˈnu] Φλογ. Από το επίρρ. κάτω και το παραγωγ. επίθμ. -ινός, πβ. ν.ε. πισινός. Πβ. απανινού, εμπρινός
1. Αυτός που βρίσκεται στο κάτω μέρος ό.π.τ. : Κατ’νού ντου πρόσ’που (Η κάτω όψη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κατ’νού μ’ ναχ̇είλα μ’ (Το κάτω χείλος μου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κατ'νού δου γιάν' (Η κάτω πλευρά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έκουψαν κατ’νά τ’ ντα πτάρια (Του έκοψαν τα κάτω άκρα) Μισθ. -Κοτσαν. Γι' ένα σκεφί, λέ', απ' κατ’νού χωριού σαλντούν ντου (Για ένα καρφί, λέει, τον στέλνουν από το κάτω χωριό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κατουνού μ' τα σ̑είλα (Το κάτω μου χείλος) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Για νερό, βούτυρο κτλ., καθαρός, αυτός που δεν έχει προσμείξεις Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τζαλ. : Κατ'νιό βούτ'ρο (Αγνό βούτυρο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
β. Ειδικότ., το λευκό ψωμί Τελμ.
3. Για καιρό, αίθριος, χωρίς σύννεφα Φάρασ. : || Παροιμ. Το κατινό ουρανός ’σ’ την αστραπή τζ̑ο φοβείται (Καθαρός ουρανός αστραπή δεν φοβάται˙ όποιος έχει τη συνείδησή του ήσυχη δεν φοβάται) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
4. Αγνός, άδολος, αληθινός Μαλακ., Φάρασ. : Ένι κατινό του Χριστού η πίστη (Είναι αγνή η πίστη στον Χριστό) Φάρασ. -Αρχέλ. Ρωμοί Χριστενοι κατινοί (Ρωμιοί Χριστιανοί αγνοί) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Μα κατζ̑εύετε μο το κατινόν την καρντία (Δε μιλάτε με καθαρή καρδιά) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. 'α σες τα ειπώ κοφτά τζ̑αι κατινά! (Θα σας τα πώ κοφτά και αληθινά, καθαρά και ξάστερα) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. αληθιώνας, αληθιώτικος :1
5. Σαφής, ξεκάθαρος Φάρασ. : 'γώ 'το σες τα είπα για, 'νεκρωστείτε να σες τα ειπώ τζ̑ι άφ' κατινά (Εγώ αυτά σας τα είπα αλλά ακούστε προσεκτικά για να σς τα πω πιο ξεκάθαρα) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.