κατηγοριέρης
(ουσ. αρσ.)
κατηγορι-έρ'
[katiɣoriˈer]
Φάρασ.
Από το ρ. κατηγορώ με παραγωγ. επίθμ. -ιέρης (για το επίθμ., βλ. Ανδριώτης 1948:23). Πβ. νεότ. ουσ. κατηγοριάρης = αξιωματούχος στην Αγία Σοφία, με καθήκον να υπενθυμίζει τις αργίες των επίσημων εορτών.
Φιλοκατήγορος
Φάρασ.