ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατεβαίνω (ρ.) καταβαίνω [kataˈveno] Αξ. καταβαίνου [kataˈvenu] Μισθ., Φλογ. κατεβαίνω [kateˈveno] Αραβαν., Γούρδ. κατεβαίνου [kateˈvenu] Μισθ., Σίλ., Φάρασ. καταβήνω [kataˈvino] Ουλαγ. καdεβήνω [kadeˈvino] Ουλαγ. κατηβαίνω [katiˈveno] Σίλ. κατηβαίν-νου [katiˈvennu] Σίλ. Παρατατ. κατεβαίνισκα [kateˈveniska] Αραβαν., Φλογ. κατεβαίνισ̑κα [kateˈveniʃka] Ανακ., Αραβαν. καταβαίνιξα [kataˈveniksa] Μισθ. κατεβαίνκα [kaˈtevenka] Φάρασ. Αόρ. κατέβα [kateˈva] Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Τζαλ., Φάρασ. κατέβ'κα [kaˈtevka] Σίλ. Υποτ. κατέβω [kaˈtevo] Φάρασ. κατέβου [kaˈtevu] Φάρασ. κατα'ώ [kataˈο] Μισθ. Προστ. Εν. καdέβα [kaˈdeva] Ουλαγ. Αρχ. ρ. καταβαίνω. Ο τύπ. κατεβαίνω ήδη μεσν., πβ. Πόλ. Τρωάδ. 8180 «Κρατῶντα τὸ κοντάριν του εἰς αὖτον κατεβαίνει». Ο τύπ. κατηβαίνω επίσης μεσν.
1. Κινούμαι προς τα κάτω, πηγαίνω από κάποιο υψηλότερο επίπεδο σε χαμηλότερο ό.π.τ. : Κάλεψεν σο μαύρο σο πρόγατο […] κατέβην σο κάτω σο κόσμο (καβαλίκεψε το μαύρο πρόβατο […] κατέβηκε στον κάτω κόσμο ) Ουλαγ., Σίλατ. -Dawk. Σέμεν ’ς ένα τ͑υρπί, μοιάζ̑ισ̑κεν αν πλεφρού το στόμα, τ’ απέσω τ’ σκότιος, είπαμ’ ας καταβούμ’ (Μπήκε σε μιά τρύπα, έμοιαζε με το στόμα πηγαδιού, το εσωτερικό ήταν σκοτεινό, είπαμε ας κατεβούμε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κατέβ’κι απ’ τουν ουρανό (Κατέβηκε από τον ουρανό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Καdέβα ντο qουγιού μέσα γκαι φες λερό και να πιούμ’ (Κατέβα μέσα στο πηγάδι και φέρε νερό να πιούμε) Ουλαγ. -Dawk. 'τουν ερόδαν Τούρτσ' καταβαίνιξαμ' σα γκιαλλάρια (Όταν έρχονταν οι τούρκοι κατεβαίναμε στα υπόγεια) Μισθ. -Κοτσαν. Ασ' το βουνί απάνω σον το άνομος κατεβαίνισκε ένα ατλίζ μ' ένα σαλντιρμά σα χέρι (Από το βουνό επάνω σαν ἀνεμος κατεβαίνει ένας καβαλλάρης με μιά σπάθα στα χέρια του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τούτους κατηβαίν-νει κάτου χαζ’νάν κονdά (Αυτός κατεβαίνει κάτω κοντά στον θησαυρό) Σίλ. -Dawk. Τρχισι χερά χερά να καταβαίν’ σου πλεφρό (Και άρχισε σιγά σιγά να κατεβαίνει στο πηγάδι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Κατέαμ’, σέμαμ’ σου ουράν' (Κατεβήκαμε, μπήκαμε στο τούνελ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μόνο ένα παραστάδι ανεβαίνκαμε και κατεβαίνκαμε και μπαίναμε σ̑ον χαϊμά (Μόνο ένα σκαλί ανεβαίναμε και κατεβαίναμε και μπαίναμε στον προθάλαμο) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Κατεβαίνισκαν τ’ αγιόζγια, είχαν θάγματα (Κατέβαιναν οι άγιοι, συνέβαιναν θαύματα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τα βούκες τους ντε κατεβαίνισ̑καν κάτω (Οι μπουκιές τους δεν κατέβαιναν κάτω, δεν μπορούσαν να καταπιούν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ατότε βράθαν λιέγα ναίdζ̑ες τζ̑αι κορίτσε τζ̑αι 'σ' το φόβο τουν μη τα πιέσουν τζ̑αι ν'τα πάρουν οι Τούρτζ̑οι, πέτασαν σου Φάγκου τη λίμλη τζ̑αι πνίγαν (Τότε υπήρξαν λίγες γυναίκες και κορίτσια και απ' τον φόβο τους μην τις πιάσουν και τις πάρουν μαζί τους οι Τούρκοι, έπεσαν στην λίμνη του Φράγκου και πνίγηκαν) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Κατεβαίνου ξεβαίνου (Κατεβαίνω ανεβαίνω˙ ανεβοκατεβαίνω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Όλιους κατέβη (Ο ήλιος κατέβηκε˙ ο ήλιος έδυσε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κούρτα το κι ας κατεβεί κάτω (Κατάπιε το κι ας κατεβεί κάτω˙ σε περίπτωση λύπης ή προσβολής) Αραβ. -Φωστ.-Κεσ. Τ' όλιος το καταβαίν' τον τόπο ορτά (Ο τόπος όπου κατεβαίνει ο ήλιος˙ Η δύση ως σημείο του ορίζοντα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Κατέβην κατέβην σαράντα δυο σκαλίτζες
κι αγιοφόρης δράνινε και στο κλαίειν γιομώθην
(Κατέβηκε κατέβηκε σαράντα δύο σκαλοπάτια
και είδε την ζώνη και γέμισε κλάματα)
Τελμ. -Αινατζ.
Εννιά άγγελοι κατέβανε, και δώδεκα αρχαγγέλοι.
Κατέβαν και τζακίστανε 'ς του Κωνσταντίνου τα σώμια
(Εννιά άγγελοι κατέβηκαν και δώδεκ' αρχαγγέλοι
Κατέβηκαν και πέσαν με δύναμη στους ώμους του Κωνσταντίνου (δηλ. αρρώστησε πολύ βαριά))
Σίλατ. -Φαρασόπ.
2. Για ανθρώπους, κατεβαίνω, κινούμαι προς μία κατεύθυνση, από τα βορειότερα στα νοτιότερα ή στο κέντρο κ.α., Μισθ., Σίλ. : Κατηβαίν-νει χουριόν ντou (Κατέβηκε στο χωριό του) Σίλ. -Dawk. Πάργα κατέβηκαν οι δικοί μας (οι συγγενείς μας κατεβήκαμε στην Πάργα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Ειδικότ., αφιππεύω ή αποβιβάζομαι ό.π.τ. : Κατέβην ασ’ γαϊδούρ’, έφυ'εν (κατέβηκε από το γαϊδούρι, έφυγε) Ανακ. -Κωστ.Α. Είραν το παλληκάρ' να κατεβαίν’ ασ' το άλογό τ’ (Είδαν το παλληκάρι να κατεβαίνει από το άλογό του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πέρναναμ' απί κάτι χωριά, αν ράναναμ' κανά μαγαζί, καταβαίνιξαμ', ψούνιζαμ' τσι λίτσικου (Περνούσαμε από κάτι χωριά, αν βλέπαμε κανένα μαγαζί, κατεβαίναμε, ψωνίζαμε λιγουλάκι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Καταβαίν' ασ' σο άλογο, δεν' το ναίκα τ' σο qουϊρούγα τ' (Kατεβαίνει από το άλογο, δένει την γυναίκα του στην ουρά του) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
4. Κατεβαίνω, κάνω επίθεση κ.α., Μισθ., Σίλατ. : Κατέβαν Τούρτσοι, πιάσαν ντου κορίτσ’, έσυραν ντου σου κάρο […] σέμαν στ’ όιμα (Κατέβηκαν Τούρκοι, έπιασαν το κορίτσι, το έσυραν στο κάρο [….] μπήκαν στο αίμα (δηλ. το ατίμασαν) ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κατέβαν από νύχτες σο σπίτι τ', και σκότωσάν ντο (Κατέβηκαν την νύχτα στο σπίτι του και τον σκότωσαν) Σίλατ. -Dawk.
5. Μειώνομαι Ανακ. : Κατεβαίνισκεν κρύος (Λιγόστευε το κρύο) Ανακ. -Κωστ.Α.
6. Πέφτω Ανακ., κ.α. : 'τον νισ̑κούτουν το άσ̑υρο καλό, καρπός κατεβαίνισ̑κεν, νισκούτουν το αλών’ (Όταν γινόταν το άχυρο καλό (ενν. ψιλό), τότε κατέβαινε ο καρπός, γινόταν το αλώνι) Ανακ. -Κωστ.Α. Αστραπή κατεβαίν’ σου δεντρού ση ρίζα (Η αστραπή πέφτει στην ρίζα του δέντρου) Ανακ. -Κωστ.Α.
7. Για διάφορες παθήσεις, τρέχω ή πρήζομαι Ανακ., Σίλ. : Κατέβ’κι του μάτσ̑ι μου (Το μάτι μου έπαθε καταρράκτη) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Κατέβαν τα γουργούρια του (Κατέβηκαν τα λαιμά του˙ πρήστηκαν τα λαιμά του έπαθε αμυγδαλίτιδα) Ανακ. -Κωστ.Α. Κατέβην το μυτί (Κατέβηκε η μύτη˙ έχει καταρροή) Ανακ. -Κωστ.Α. Κατέβην όιμα (Κατέβηκε αίμα˙ έπαθε συμφόρηση) Ανακ. -Κωστ.Α.