κατειστηγής
(επίρρ.)
κατειστηγής
[katistiˈʝis]
Μισθ.
κατειστηχής
[katistiˈcis]
Μισθ.
κατειστηγή
[katistiˈʝi]
Μισθ.
καειστηή
[kaistiˈi]
Μισθ.
Από την μεταγν. φρ. κάτω εἰς τὴν γῆν, πβ. ΠΔ Ἐκκλ. 3.16 «καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ κτήνους, εἰ καταβαίνει αὐτὸ κάτω εἰς τὴν γῆν;».
Καταγής
Μισθ.
:
Έπισιν κατειστηχής
(Έπεσε καταγής)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γόνdυζι κατειστηγή
(Βογγούσε καταγής)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κεραμίδια ούλα ντώκαν κατειστηγή
(Όλα τα κρεμμύδια χτύπησαν καταγής, έσπασαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Δου κονιάκ ρίφ' του κατειστηγή
(Το κονιάκ το χύνει καταγής)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γη, ειστηγή