κατί
(επίρρ.)
γατί
[ɣaˈti]
Σίλ.
κάτ'
[kat]
Μισθ.
κατά
[kaˈta]
Ανακ.
Από το τουρκ. επίθ. katı = α) σκληρός β) στερεός γ) άγριος, βίαιος δ) παλαιότ., ως επίρρ., πολύ.
Πολύ
ό.π.τ.
:
Κάτ' μακρά
(Πολύ μακριά)
Μισθ.
-Κωστ.Σ.
Τσ̑α τ’ γεβαίνει, γάτι μαύρα φορεί
(Αυτή που περνάει φοράει πολύ μαύρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ένι μιά γατί χοσ̑άσα, δώνουσί μου τετρακόσιες λίρες να τσην πάρω
(Είναι μιά πολύ όμορφη, μου δίνουν τετρακόσιες λίρες για να την παντρευτώ)
Σίλ.
-Συλλ.
|| Φρ.
Κατά πολλά και ακριβά σε χαιρετώ
(Σε χαιρετώ με μεγάλη τιμή˙ τυπική φρ. στο τέλος επιστολής)
Ανακ.
-Κωστ.Α.