κατεβασίδι
(ουσ. ουδ.)
κατεβασίδι
[katevaˈsiði]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. καταβασίδιον (βλ. LBG), με μορφολογ. επίδρ. του ρ. κατεβαίνω.
Σκαλί, σκαλοπάτι
Φάρασ.
:
’ς τὄινα το μαγαρά είσ̑εν κατεβασίδε
(Στην μία σπηλιά είχε σκαλοπάτια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β