ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καταφύγι (ουσ. ουδ.) καταφύγ' [kataˈfiʝ] Τελμ. καταφύχ' [kataˈfix] Αξ. καταφύδ' [kataˈfið] Ανακ., Σίλατ., Φλογ. καταφύθ' [kataˈfiθ] Μαλακ., Φλογ. Πληθ. καταφύγια [kataˈfiʝa] Αξ., Τελμ., Τζαλ. καταφύδια [kataˈfiðʝa] Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Φλογ. Από το αρχ. ουσ. καταφύγιον, υποκορ. του ουσ. καταφυγή.
1. Υπόγειο, μεγάλη φυσική σπηλιά μέσα σε μαλακό βράχο στην οποία κατοικούσαν οι τρωγλοδύτες ή κρύβονταν σε ώρες ανάγκης ό.π.τ. : Με καιρό τ’ αθρώπ’ σα καταφύδια κουμούτανdε (Παλαιότερα οι άνθρωποι κοιμούνταν στις υπόγειες σπηλιές) Ανακ. -Cost. Ήσανε περαστικά τα καταφύδια (Ήτανε διαμπερή τα υπόγεια, επικοινωνούσαν μεταξύ τους) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κελλάρι :2
2. Αποθήκη τροφίμων Ανακ., Τελμ. : Καταφυδιού κουλούκα (Είδος ξύλινης κλειδαριάς για το κελλάρι) Ανακ. -Κωστ.Α. Ό,τι 'πόμ'νισ̑κεν, πέγαζαν το σο σπίτ’, βάλλισ̑καν το σο ξερό το καταφύδ’ και το σ̑ειμό ψ̑ήνισ̑καν τα τα στεγνά τ’ (Ό,τι απέμενε, το πήγαιναν στο σπίτι, το έβαζαν στην ξερή αποθήκη, και τον χειμώνα έβραζαν τα ξερά (φασόλια)) Ανακ. -Κωστ.Α. Μάζ̑’ το απέσω σο καταφύδ’ και κόφτει το (Τον μπάζει στο κελλάρι και τον σφάζει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Δέκα χρονού κρασ̑ά έχισ̑καμ, δε χάλαναν σα καταφύδια μέσα (Δέκα χρονών κρασιά είχαμε, δεν χάλαγαν μέσα στα κελλάρια) Ανακ. -Cost. || Φρ. Χλωρά καταφύδια (Υγρά κελλάρια˙ για την διατήρηση του τυριού, κρασιού και των τουρσιών λόγω της υγρασίας) Ανακ. -Κωστ.Α. Ξερά καταφύδια (ξηρά κελλάρια˙ για την διατήρηση ξηρών καρπών) Ανακ. -Κωστ.Α.
Συνών. καταφύγι