ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καταρράχτης (ουσ. αρσ.) καταρράχτης [kataˈraxtis] Σινασσ., Τροχ. καταρράχ' [kataˈrax] Γούρδ. γαdαρράχ' [ɣada ˈrax] Αραβαν. Αρχ. ουσ. καταρράκτης. Ο τύπ. γαdαρράχ’ με αποκλειστοποίηση του [k] > [ɣ], συχνό φαινόμενο στις καππαδοκικές ποικιλίες, και με μεσοφωνηεντική ηχηροποίηση [t] > [d].
1. Καταρράκτης ό.π.τ.
2. Οισοφάγος Σινασσ.