καταλαχού
(επίρρ.)
καταλαχού
[katalaˈxu]
Σινασσ.
Νεότ. επίρρ. καταλαχοῦ, πβ. Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [681] «Εἰς τὸ καυκὶ τοῦ ποταμοῦ … καταλαχοῦ πρωτύτερα τό ’βρηκα (το παιδί)», το οπ. από το νεότ. ρ. καταλαχαίνω με επίδρ. των επιρρ. σε ‑οῦ.
Τυχαία
Σινασσ.