καταπάτημα
(ουσ. ουδ.)
καταπάτημα
[kataˈpatima]
Μαλακ., Φερτάκ.
καταπάτεμα
[kataˈpatema]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. καταπάτημα = αυτό που ποδοπατείται.
1. Κάτι που πατιέται κάτω
Σινασσ.
:
|| Φρ.
Έγινα στο στράτεμα χώμα και στους διαβάτες καταπάτεμα
(Έγινα χώμα να πατήσουν οι στρατιώτες και γη να πατήσουν οι διαβάτες˙ έγινα γη να με πατήσουν, ταπεινώθηκα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
β.
Υποπόδιο
Μαλακ.