ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καταπάτημα (ουσ. ουδ.) καταπάτημα [kataˈpatima] Μαλακ., Φερτάκ. καταπάτεμα [kataˈpatema] Σινασσ. Από το μεταγν. ουσ. καταπάτημα = αυτό που ποδοπατείται.
1. Κάτι που πατιέται κάτω Σινασσ. : || Φρ. Έγινα στο στράτεμα χώμα και στους διαβάτες καταπάτεμα (Έγινα χώμα να πατήσουν οι στρατιώτες και γη να πατήσουν οι διαβάτες˙ έγινα γη να με πατήσουν, ταπεινώθηκα) Σινασσ. -Αρχέλ.
β. Υποπόδιο Μαλακ.
2. Είδος ραφής Μαλακ., Φερτάκ. Συνών. καταπατιά