κατακροτώ
(ρ.)
κατακροτώ
[katakroˈto]
Φάρασ.
κατακροτάου
[katakroˈtau]
Φάρασ.
Μεταγν. ρ. κατακροτέω-ῶ = χτυπώ με δύναμη.
Θορυβώ
Φάρασ.