κατακάθομαι
(ρ.)
κατακάθουμαι
[kataˈkaθume]
Φάρασ.
Παρατατ.
κατακαθούμουν
[katakaˈθumun]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. κατακάθημαι = ησυχάζω, με -κάθομαι κατά το ρ. κάθομαι.
1. Κοπάζω
2. Ξαστερώνω