κατακέφαλα
(επίρρ.)
κατακέφαλα
[kataˈcefala]
Μαλακ., Τελμ.
Μεταγν. επίρρ. κατακέφαλα (LSJ) = με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάποδα.
1. Κατακέφαλα
Μαλακ.
2. Από το κεφάλι προς τα κάτω
Τελμ.
:
Το κορίτσ̑' σο καριόλαν εμέσα κοιμάται, και τα μεγάλα τ’ τα μαλλιά κρεμούνται κατακέφαλα
(Το κορίτσι κοιμάται στο κρεβάτι και τα μακριά μαλλιά του κρέμονταν από το κεφάλι της κάτω)
Τελμ.
-Dawk.