ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατακέφαλα (επίρρ.) κατακέφαλα [kataˈcefala] Μαλακ., Τελμ. Μεταγν. επίρρ. κατακέφαλα (LSJ) = με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάποδα.
1. Κατακέφαλα Μαλακ.
2. Από το κεφάλι προς τα κάτω Τελμ. : Το κορίτσ̑' σο καριόλαν εμέσα κοιμάται, και τα μεγάλα τ’ τα μαλλιά κρεμούνται κατακέφαλα (Το κορίτσι κοιμάται στο κρεβάτι και τα μακριά μαλλιά του κρέμονταν από το κεφάλι της κάτω) Τελμ. -Dawk.