καταής
(επίρρ.)
καταής
[kataˈis]
Αραβ., Σίλατ., Σινασσ.
Από την αρχ. φρ. κατὰ γῆς.
1. Κατά γης, στο έδαφος
ό.π.τ.
2. Υπόγειος
Σίλατ.