ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάσσαπα (ουσ. θηλ.) κάσσαπα [ˈkasapa] Καππ. Αγν. ετύμ. Σύμφωνα με τον Καρολίδη (1885: 174) συνδέεται ετυμολογικώς με το λατιν. ουσ. cassis = κράνος, περικεφαλαία (διακοσμημένη με φτερά). Πβ. μεταγν. κασσίδιον.
Είδος παλαιού γυναικείου κεφαλόδεσμου, με κέρατα στο μέτωπο, κοινού σε πολλούς καππαδοκικούς οικισμούς Συνών. κέρατο :2