ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κασβάρα (ουσ. θηλ.) κασβάρα [kaˈzvara] Φάρασ. Ηχοποίητη λέξη, πβ. ποντ. κατσκάρα και κασκάρα = καρακάξα (βλ. Καραποτόσογλου 1982: 209-210), και τουρκ. kaskara και kaçkaç. Η λέξη μπορεί να σχετίζεται και με το μεταγν. ρ. κισσαβίζω = κράζω σαν την κίσσα, ενώ ενδιαφέρον έχει και ο τύπ. κόσσυκος για τη λ. κόσσυφος, καθώς απαντά διαλεκτ. τύπ. κουσβάρι = κότσυφας.
Είδος καρακάξας ή είδος κόρακα με ασπρόμαυρο πτέρωμα Φάρασ. : || Φρ. Σ’ κασβάρας τ’ άσπρα έν’ μπουά, γιόχτσα τα μαύρα; (Της καρακάξας τ’ άσπρα (φτερά) είναι πιο πολλά ή τα μαύρα˙ τα νέα είναι καλά ή άσχημα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Μο την γκασβάρα του ’νενgώθει, ο μύτης του ’ς τα κάκε λειψόν τζ̑ου ’ίνεται (Με τον κόρακα όποιος πάει, η μύτη του από τα σκατά δεν απολείπει˙ όποιος συναναστρέφεται με κακούς ανθρώπους, πάντα ζημιώνεται) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
Συνών. καρακάξα