-κας -κα
(επίθμ.)
-κας
[-kas]
Ανακ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φκόσ.
-κα
[-ka]
Τσουχούρ., Φάρασ.
-κ-κα
[-kka]
Αξ.
Θηλ.
-κα
[-ka]
Αραβαν., Μισθ., Φλογ.
-κ-κα
[-kka]
Αξ.
Μεσν. υποκορ. επίθμ. -κας -κα, πβ. κύρ-κας, κυρά-κα. Απώτερα πιθ. από το -ίκα (την θηλ. εκδοχή του επιθμ. -ίκι· βλ. Georgacas 1982: 89), με μορφολογική επανάλυση σε περιπτώσεις ουσ. με θέμα σε -ι- τα οποία συνδυάζονταν με το -ίκα, π.χ. βιλλίκα. Το επίθμ. και ως υποκορ. αρσ. κυρίων ονομάτων, π.χ. Γιωργής > Γιωρίκας.
Μετονοματ. επίθμ. με θωπευτική σημ., συνδυαζόμενο με όρους συγγενείας
ό.π.τ.
:
αδελφόκας
(θωπευτ., αδελφός)
Ανακ.
κακάκκα
(γιαγιάκα)
Αξ.
κύρκας
(θωπευτ., πατέρας)
Μαλακ., Ανακ.
νουνάκα
(νονίτσα)
Φλογ.
παππούκας
(θωπευτ., παππούς)
Φάρασ., Φκόσ.
τατάκας
(θωπευτ., νονός)
Αξ.
γονιόκας
(πατέρας)
Τελμ.
αβούκας
(παππούς)
Φάρασ.
ποσάκας
(αδελφός)
Φάρασ.
Συνών.
-ίτσα :1