ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρτσάζω (ρ.) καρτσάζω [karˈtsazo] Αξ. καρτσ̑ανίξου [kartʃaˈniksu] Μισθ. Αόρ. καρτσάσα [karˈtsasa] Αξ. Από το νεότ. ρ. καρτιάζω = κατσιάζω, μαραζώνω (Mackridge 2021: 227), το οπ. από το τουρκ. επίθ. kart = α) σκληρός β) υπερώριμος, μπαγιάτικος (Redhouse). Το ρ. καρτιάζω και Α. Θράκ. Κωνπλ. (Λεξ. Ραγκ., λ. corder)), σκιαρτσιάζω Πελοπν.
1. Μουχλιάζω ό.π.τ. : Το ψωμί καρτσάσεν (Το ψωμί μούχλιασε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αλιμουδιάζω, κιουφλεντίζω
2. Μτφ., είμαι νωθρός, νωχελικός Μισθ.