καρσιλίκι
(ουσ. ουδ.)
γκαρσι̂λι̂́κ'
[garsɯˈlɯk]
Ουλαγ.
γαρσ̑ίλίχ̇ι
[ɣarʃiˈlixi]
Φάρασ.
γαρσ̑ουλούχ'
[ɣarʃuˈlux]
Αραβαν.
κασι̂λι̂́κ'
[kasɯˈlɯk]
Φερτάκ.
Από το τουρκ. karşılık = απάντηση.
1. Απάντηση
ό.π.τ.
:
Το ναίκα έdεκε κασι̂λι̂́κ' και είπε
(Η γυναίκα έδωσε απάντηση και είπε)
Φερτάκ.
-Thumb
|| Φρ.
Γαρσ̑ουλούχ' ντίνω
(Δίνω απάντηση˙ Απαντώ)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Σο καdζ̑ί σου 'γνένdα 'α βρεθεί τσ̑' α νομάτ' να σε δώσει το γαρσιλίχ̇ιν ντου
(Ενάντια στα λόγια σου θα βρεθεί κι ένας άνθρωπος να σου δώσει απάντηση (να διαφωνήσει)˙ από λόγο σε λόγο μπορεί να φτάσει κανείς στον καβγά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
απόλογος, τζεβάπι
2. Λύση αινίγματος
Φάρασ.
:
Αρέ τζ̑ο πορώ να σε δώσω το γαρσ̑ιλίχι του
(Τώρα δεν μπορώ να σου δώσω την απάντησή του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.