καρπουζιώνα
(ουσ. θηλ.)
γαρπουτσώνα
[ɣarpuˈtsona]
Αξ.
Από το ουσ. καρπούζι, όπ. και τύπ. γαρπούζ', και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Η επιθυμία για καρπούζι