καρμανίζω
(ρ.)
καρμανίζω
[karmaˈnizo]
Φάρασ.
Παρατατ.
καρμανίσκα
[karmaˈniska]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Παθ.
καρμανίζομαι
[karmaˈnizome]
Φάρασ.
Από το ουσ. καρμάνα και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Κλώθω μαλλί περιστρέφοντάς το στο αδράχτι
:
Καρμανίσκινι μο την καρμάνα το μαλλί
(Έκλωθαν με το αδράχτι το μαλλί)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Μτφ., τριγυρίζω, περιφέρομαι
ό.π.τ.
:
Έβγκ' στο σ̑εΐρι ο τσ̑υνογάρ. 'ς το ουρανό καρμανίσκινι
(Ο αετός βγήκε έξω από την πόλη. Έκανε κύκλους στον ουρανό)
Αφσάρ.
-Dawk.