ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρμανίζω (ρ.) καρμανίζω [karmaˈnizo] Φάρασ. Παρατατ. καρμανίσκα [karmaˈniska] Αφσάρ., Τσουχούρ. Παθ. καρμανίζομαι [karmaˈnizome] Φάρασ. Από το ουσ. καρμάνα και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Κλώθω μαλλί περιστρέφοντάς το στο αδράχτι : Καρμανίσκινι μο την καρμάνα το μαλλί (Έκλωθαν με το αδράχτι το μαλλί) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Μτφ., τριγυρίζω, περιφέρομαι ό.π.τ. : Έβγκ' στο σ̑εΐρι ο τσ̑υνογάρ. 'ς το ουρανό καρμανίσκινι (Ο αετός βγήκε έξω από την πόλη. Έκανε κύκλους στον ουρανό) Αφσάρ. -Dawk.