καριστιρμάς
(ουσ. αρσ.)
qαρισ̑τιρμάς
[qariʃtirˈmas]
Φλογ.
qαρι̂σ̑τιμά
[qarɯʃtiˈma]
Μαλακ., Σίλατ.
καρισ̑τιρμά
[kariʃtirˈma]
Ανακ.
γαρισ̑τιρμάς
[ɣariʃtirˈmas]
Αξ.
γαρισ̑τιμάς
[ɣariʃtiˈmas]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. karıştırma = ανακατεμένο φαγητό. O τύπ. γαρισ̑τιμάς με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου [r].
1. Είδος κρέμας με αβγά, γάλα, βούτυρο και αλεύρι ή σιμιγδάλι
ό.π.τ.
2. Είδος ομελέτας με κρεμμύδια
Σίλατ.