ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καριστιρμάς (ουσ. αρσ.) qαρισ̑τιρμάς [qariʃtirˈmas] Φλογ. qαρι̂σ̑τιμά [qarɯʃtiˈma] Μαλακ., Σίλατ. καρισ̑τιρμά [kariʃtirˈma] Ανακ. γαρισ̑τιρμάς [ɣariʃtirˈmas] Αξ. γαρισ̑τιμάς [ɣariʃtiˈmas] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. karıştırma = ανακατεμένο φαγητό. O τύπ. γαρισ̑τιμάς με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου [r].
1. Είδος κρέμας με αβγά, γάλα, βούτυρο και αλεύρι ή σιμιγδάλι ό.π.τ.
2. Είδος ομελέτας με κρεμμύδια Σίλατ.