καριψούντημα
(ρ.)
γαριψ̑ούνdημα
[ɣariˈpʃundima]
Μισθ.
Από το ρ. καριψιντίζω, όπου και τύπ. γαριψ̑ουνdίζου και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Επιθυμία, νοσταλγία για κάποιον