καριψούντημα
(ουσ. ουδ.)
γαριψ̑ούνdημα
[ɣariˈpʃundima]
Μισθ.
Από το ρ. καριψιντίζω, όπου και τύπ. γαριψ̑ουνdίζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Επιθυμία, νοσταλγία για κάποιον
Συνών.
θέλημα :2
Τροποποιήθηκε: 22/03/2025