ροθυμία
(ουσ. θηλ.)
ροθυμία
[roθiʹmia]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. ῥαθυμία = άνεση, χαλάρωση, αδιαφορία.
Eπιθυμία
:
Φα τζαι 'δέ να 'ενή η ροθυμία σου τεμάμι
(Φάε κι εδώ για να εκπληρωθεί πλήρως η επιθυμία σου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Να δα̈βεί η ροθυμία σου
(Να σου περάσει η επιθυμία)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.