ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ροθυμία (ουσ. θηλ.) ροθυμία [roθiʹmia] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. ῥαθυμία = άνεση, χαλάρωση, αδιαφορία.
Eπιθυμία : Φα τζαι 'δέ να 'ενή η ροθυμία σου τεμάμι (Φάε κι εδώ για να εκπληρωθεί πλήρως η επιθυμία σου) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Να δα̈βεί η ροθυμία σου (Να σου περάσει η επιθυμία) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.