ριφόκκο
(ουσ. ουδ.)
ριφόκ-κο
[riˈfokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. ρίφι, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Κατσικάκι
:
'έντσε το 'ίδι α 'ριφόκκο
(Η κατσίκα γέννησε ένα κατσικάκι)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142