ρισμένος
(επίθ.)
ρισμένος
[riˈzmenos]
Φάρασ.
Πιθ. από την μτχ. αφορισμένος του ρ. αφορίζω. Εναλλακτικά από την μτχ. του ρ. ερίζομαι, όπου και τύπ. 'ρίζομαι = εχθρεύομαι, φιλονικώ (< αρχ. ἐρίζω).
Τούρκος
Φάρασ.