ρεχάμι
(ουσ. ουδ.)
ρεχάμι
[re'xami]
Φάρασ.
Πληθ.
ρεχάμε
[re'xame]
Φάρασ.
γιραχάμια
[ʝiraˈxamɲa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. rakam (<αραβ.) = ψηφίο, αριθμός, αριθμητική.
Αριθμητική
ό.π.τ.
:
Nτα μαθηματικά λέιξαν ντα γιραχάμια· ντα γιραχάμια δε ντα έμαχιν
(Τα μαθηματικά τα έλεγαν γιραχάμια· τα μαθηματικά δεν τα έμαθε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ