ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρεχάμι (ουσ. ουδ.) ρεχάμι [re'xami] Φάρασ. Πληθ. ρεχάμε [re'xame] Φάρασ. γιραχάμια [ʝiraˈxamɲa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. rakam (<αραβ.) = ψηφίο, αριθμός, αριθμητική.
Αριθμητική ό.π.τ. : Nτα μαθηματικά λέιξαν ντα γιραχάμια· ντα γιραχάμια δε ντα έμαχιν (Τα μαθηματικά τα έλεγαν γιραχάμια· τα μαθηματικά δεν τα έμαθε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ