ρίσγκι
(ουσ. ουδ.)
ρίζγκι
[ʹrizɟi]
Φλογ.
ρισγκί
[rɯzˈɟɯ]
Φλογ.
Πληθ.
ρισγκίνια
[rɯzˈɟɯɲα]
Φλογ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. rızk = α) ο άρτος ο επιούσιος β) απαραίτητα εφόδια. Εσφαλμένη η ερμηνεία της λ. από τον Dawkins ως "ύφασμα".
Εμπόρευμα
:
Γιόμωσεν σο τουκάν κ’ άλλα πολλά ρίσγκια, και πουλεί
(Γέμισε το κατάστημα κι άλλα πολλά εμπορεύματα, και πουλάει)
Φλογ.
-Dawk.
Κατέβασεν όλα τα ριζγκίνια και δεν μπήρανε
(Κατέβασαν όλα τα εμπορεύματα και δεν αγόρασαν)
Φλογ.
-Dawk.
Σατραζεμιού το παιδί τα βαπόρια φόρτωσαν πολύ ρίζγκι
(Τα βαπόρια του γιου του βεζίρη φόρτωσαν πολύ εμπόρευμα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Κείνο, 'τον πηρπήγεν το ρίζγκι, έφαέν τα, ρήμαξέν τα
(Εκείνος, όταν πήγε τα εμπορεύματα για πούλημα, τα έφαγε, τα ρήμαξε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812