ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρίσγκι (ουσ. ουδ.) ρίζγκι [ʹrizɟi] Φλογ. ρισγκί [rɯzˈɟɯ] Φλογ. Πληθ. ρισγκίνια [rɯzˈɟɯɲα] Φλογ. Πιθ. από το τουρκ. ουσ. rızk = α) ο άρτος ο επιούσιος β) απαραίτητα εφόδια. Εσφαλμένη η ερμηνεία της λ. από τον Dawkins ως "ύφασμα".
Εμπόρευμα : Γιόμωσεν σο τουκάν κ’ άλλα πολλά ρίσγκια, και πουλεί (Γέμισε το κατάστημα κι άλλα πολλά εμπορεύματα, και πουλάει) Φλογ. -Dawk. Κατέβασεν όλα τα ριζγκίνια και δεν μπήρανε (Κατέβασαν όλα τα εμπορεύματα και δεν αγόρασαν) Φλογ. -Dawk. Σατραζεμιού το παιδί τα βαπόρια φόρτωσαν πολύ ρίζγκι (Τα βαπόρια του γιου του βεζίρη φόρτωσαν πολύ εμπόρευμα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Κείνο, 'τον πηρπήγεν το ρίζγκι, έφαέν τα, ρήμαξέν τα (Εκείνος, όταν πήγε τα εμπορεύματα για πούλημα, τα έφαγε, τα ρήμαξε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812