ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρετσέλι (ουσ. ουδ.) ρετσ̑έλι [reˈtʃeli] Αραβαν., Σίλατ., Τελμ., Τζαλ., Φερτάκ. ρετσ̑έλ' [reˈtʃel] Αξ., Τροχ. ιρετσέλ' [ireˈtsel] Μαλακ., Φλογ. γιρατσ̑άλ' [ʝiraˈtʃal] Μισθ. Πληθ. ρετσ̑έλια [reˈtʃeʎa] Αξ., Τροχ. λετσέρια [leˈtserʝa] Ανακ., Σινασσ. Από το τουρκ. reçel (< περσ. riçāl) = κομπόστα, μαρμελάδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. ireçel και leçer (THADS, λ. leçer III).
Ρετσέλι, γλυκό από κομμένα και βρασμένα φρούτα ό.π.τ. : Έπ’καμ’ τα ρετσ̑έλια μας, τα πεκμέζια μας, τα κοφτάρια μας (Κάναμε μαρμελάδες, πετιμέζια, μουσταλευριές) Αραβαν. -Φωστ. Βράζαμ' το πεκμέζι, βράζαμ' το ρετσέλι, σάνουμ' κοφτάρια (Βράζαμε το πετιμέζι, βράζαμε το ρετσέλι, κάνουμε μουσταλευριά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γαπαχλούς :1