ρεζιλίκι
(ουσ. ουδ.)
ρεζιλίκ
[reziˈlik]
Σινασσ.
ιρεζιλ-λίχ̇ι
[irezilˈlixi]
Αφσάρ.
ιρεζιλ-λιέχ̇ι
[irezilliˈexi]
Φάρασ.
γιραζιλίχ
[ʝiraziˈlix]
Μισθ.
γιραζιλούχ
[ʝiraziˈlux]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ουσ. rezilik, όπου και διαλεκτ. τύπ. irezillik.
Ρεζιλίκι
ό.π.τ.
Πβ.
ρεζίλι