ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρεζιλίκι (ουσ. ουδ.) ρεζιλίκ [reziˈlik] Μαλακ., Σινασσ. ιρεζιλ-λίχ̇ι [irezilˈlixi] Αφσάρ. ιρεζιλ-λιέχ̇ι [irezilliˈexi] Φάρασ. γιραζιλίχ [ʝiraziˈlix] Μισθ. γιραζιλούχ [ʝiraziˈlux] Μισθ. Aπό το τουρκ. ουσ. rezilik, όπου και διαλεκτ. τύπ. irezillik.
Ρεζιλίκι ό.π.τ. Συνών. γιραζιλοσύνη, κεπαζελίκι, μασκαραλίκι
Τροποποιήθηκε: 01/10/2025