ράψα
(ουσ. θηλ.)
ράψα
[ˈrapsa]
Αξ., Τελμ.
Πληθ.
ράψες
[ˈrapses]
Τελμ.
Από το ρ. ράφτω υποχωρήτ. Για τον σχηματ. πβ. μεσν. ουσ. κάψα από το ρ. καίω (Λεξ. Κριαρ.).
1. Ραφή
Τελμ.
:
Ήραφταν ράψες
(Έραβαν ραφές)
Τελμ.
-Dawk.
2. Ράψιμο
ό.π.τ.
:
Έχω πολλά ράψες
(Έχω πολλά ραψίματα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.