ράψα
(ουσ. θηλ.)
ράψα
[ˈrapsa]
Αξ., Τελμ.
Πληθ.
ράψες
[ˈrapses]
Τελμ.
Από το ρ. ράφτω υποχωρητ. Για τον σχηματ. πβ. μεσν. ουσ. κάψα < καίω (Λεξ. Κριαρ.).
1. Ραφή
Τελμ.
:
Ήρραφταν ράψες
(Έρραβαν ραφές)
Τελμ.
-Dawk.
2. Ράψιμο
ό.π.τ.
:
Έχω πολλά ράψες
(Έχω πολλά ραψίματα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
πλουμί :3, ράφτημα, ράψιμο, Αντίθ
σοκτιέσιμα
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024