ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ράψα (ουσ. θηλ.) ράψα [ˈrapsa] Αξ., Τελμ. Πληθ. ράψες [ˈrapses] Τελμ. Από το ρ. ράφτω υποχωρήτ. Για τον σχηματ. πβ. μεσν. ουσ. κάψα από το ρ. καίω (Λεξ. Κριαρ.).
1. Ραφή Τελμ. : Ήραφταν ράψες (Έραβαν ραφές) Τελμ. -Dawk.
2. Ράψιμο ό.π.τ. : Έχω πολλά ράψες (Έχω πολλά ραψίματα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.