ραχάτι
(ουσ. ουδ.)
ραχάτ'
[ra'xat]
Μισθ., Φερτάκ.
ραχάτι
[ra'xati]
Τσουχούρ.
ραχάτ͑ι
[ra'xatʰi]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
ραχάτσ̑ιν
[ra'xatʃin]
Σίλ.
ιραχάτ
[iraˈxat]
Μαλακ.
ιραχάτι
[iraˈxati]
Φάρασ.
ιραχάτ͑ι
[ira'xatʰi ]
Φάρασ.
γιραχάτ'
[ʝiraˈxat]
Μισθ., Τσαρικ.
ιρεχάτε
[ireˈxate]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ραχάτι (Mackridge 2021: 49), το οπ. από το τουρκ. επίθ. rahat = άνετος, όπου και διαλεκτ. τύπ. irahat.
1. Ως ουσ. ανακούφιση, ξεκούραση, ησυχία
Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Πή σο χωρίου να ποίτσ̑ει ραχάτι
(Πήγε στο χωριό να ξεκουραστεί)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Ραχάτσ̑ιν ντου πέκ πολύ καλό ήτου
(η ανακούφισή του ήταν πολύ μεγάλη)
Σίλ.
-Dawk.
Σου σαντίρ γιανανμούς βρίσκου γιραχάτ'
(Στον καναπέ ξαπλωμένος βρίσκω ανάπαυση)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
ντιγλέντισμα :1
2. Ως επίθ., ήσυχος
Μαλακ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Αν κρεύεις να χατ͑ώ ραχάτ', να με π'κείς ένα καλό
(Αν θέλεις να πεθάνω ήσυχος, κάνε μου μιά χάρη)
Φερτάκ.
-Thumb
|| Φρ.
Του 'υρεύει να 'πνώσει ιρεχάτε, τζ̑ο παρεδούται
(Όποιος θέλει να κοιμάται ήσυχος δεν παντρεύεται˙ Για τα μειονεκτήματα του έγγαμου βίου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.