ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ραχάτι (ουσ. ουδ.) ραχάτ' [ra'xat] Μισθ., Φερτάκ. ραχάτι [ra'xati] Τσουχούρ. ραχάτ͑ι [ra'xatʰi] Αφσάρ., Τσουχούρ. ραχάτσ̑ιν [ra'xatʃin] Σίλ. ιραχάτ [iraˈxat] Μαλακ. ιραχάτι [iraˈxati] Φάρασ. ιραχάτ͑ι [ira'xatʰi ] Φάρασ. γιραχάτ' [ʝiraˈxat] Μισθ., Τσαρικ. ιρεχάτε [ireˈxate] Φάρασ. Νεότ. ουσ. ραχάτι (Mackridge 2021: 49), το οπ. από το τουρκ. επίθ. rahat = άνετος, όπου και διαλεκτ. τύπ. irahat.
1. Ως ουσ. ανακούφιση, ξεκούραση, ησυχία Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Πή σο χωρίου να ποίτσ̑ει ραχάτι (Πήγε στο χωριό να ξεκουραστεί) Τσουχούρ. -Dawk. Ραχάτσ̑ιν ντου πέκ πολύ καλό ήτου (η ανακούφισή του ήταν πολύ μεγάλη) Σίλ. -Dawk. Σου σαντίρ γιανανμούς βρίσκου γιραχάτ' (Στον καναπέ ξαπλωμένος βρίσκω ανάπαυση) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. ντιγλέντισμα :1
2. Ως επίθ., ήσυχος Μαλακ., Φάρασ., Φερτάκ. : Αν κρεύεις να χατ͑ώ ραχάτ', να με π'κείς ένα καλό (Αν θέλεις να πεθάνω ήσυχος, κάνε μου μιά χάρη) Φερτάκ. -Thumb || Φρ. Του 'υρεύει να 'πνώσει ιρεχάτε, τζ̑ο παρεδούται (Όποιος θέλει να κοιμάται ήσυχος δεν παντρεύεται˙ Για τα μειονεκτήματα του έγγαμου βίου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.