ραχάνι
(ουσ.)
ιραχάνι
[iraˈxani]
Φάρασ.
γερχάνι
[ʝerˈxani]
Σίλ.
Θηλ.
ραχάνη
[ra'xani]
Κίσκ.
Από το τουρκ. ουσ. reyhan = το φυτό βασιλικός, όπου και διαλεκτ. τύπ. rahan και irahan (THADS, λ. irahan και rahan). Απώτερα αντιδάν. από το ελλ. ρίγανη.
1. Βασιλικός
Φάρασ.
:
Του Βαγιού Κυριακή παπάς σε μοιράσει γερχάνια
(Tην Κυριακή των βαΐων ο παπάς θα μοιράσει βασιλικό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Ασμ.
Eίσαι βάρτ' είσαι ιραχάνι, μο να σε μυρίσω φτάνει
(Είσαι ρόδο είσαι βασιλικός, μόνο να σε μυρίσω φτάνει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Τραγ.
Συνών.
βασιλικὀς
2. Μαντζουράνα
Κίσκ.