ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ραχάνι (ουσ.) ιραχάνι [iraˈxani] Φάρασ. γερχάνι [ʝerˈxani] Σίλ. Θηλ. ραχάνη [ra'xani] Κίσκ. Από το τουρκ. ουσ. reyhan = το φυτό βασιλικός, όπου και διαλεκτ. τύπ. rahan και irahan (THADS, λ. irahan και rahan). Απώτερα αντιδάν. από το ελλ. ρίγανη.
1. Βασιλικός Φάρασ. : Του Βαγιού Κυριακή παπάς σε μοιράσει γερχάνια (Tην Κυριακή των βαΐων ο παπάς θα μοιράσει βασιλικό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Ασμ. Eίσαι βάρτ' είσαι ιραχάνι, μο να σε μυρίσω φτάνει (Είσαι ρόδο είσαι βασιλικός, μόνο να σε μυρίσω φτάνει) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. βασιλικὀς
2. Μαντζουράνα Κίσκ.