ράσο
(ουσ. ουδ.)
ράσο
[ˈraso]
Γούρδ., Μισθ.
ράσου
[ˈrasu]
Σίλ.
Αρσ.
ράσος
[ˈrasos]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. ράσο, το οπ. από το λατιν. rasum = λειασμένο ύφασμα.
Ράσο
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Πασχά ερντά τα ράσα, πασχά ερντά ο παπάς
(Αλλού τα ράσα, αλλού ο παπάς˙ για αυτόν που προσπαθεί να ξεγελάσει τους άλλους κρύβοντας μία πράξη του με κάποιον αντιπερισπασμό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο ράσος του παπά σηκώνει
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.