ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ράσο (ουσ. ουδ.) ράσο [ˈraso] Γούρδ., Μισθ. ράσου [ˈrasu] Σίλ. Αρσ. ράσος [ˈrasos] Φάρασ. Μεσν. ουσ. ράσο, το οπ. από το λατιν. rasum = λειασμένο ύφασμα.
Ράσο ό.π.τ. : || Παροιμ. Πασχά ερντά τα ράσα, πασχά ερντά ο παπάς (Αλλού τα ράσα, αλλού ο παπάς˙ για αυτόν που προσπαθεί να ξεγελάσει τους άλλους κρύβοντας μία πράξη του με κάποιον αντιπερισπασμό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ο ράσος του παπά σηκώνει Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.