ρανί
(ουσ. ουδ.)
ρανί
[raˈni]
Αραβαν.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. irân = νεκροφόρος, φορείο μεταφοράς νεκρών. Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 208).